προεκτεινόμενα

προεκτεινόμενα
προεκτεινόμενα , πρό-ἐκτείνω
stretch out
pres part mp neut nom/voc/acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • επικαμπή — η (Α ἐπικαμπή) [επικάμπτω] 1. κάμψη, κύρτωμα, λύγισμα 2. η γωνία που σχηματίζεται με την κάμψη 3. στρ. η λοξή ή κάθετη προς το μέτωπο διάταξη προς τα πίσω ενός στρατεύματος ή μιας οχυρώσεως, που αποβλέπει στην προάσπιση από εχθρική πλευρική… …   Dictionary of Greek

  • Μαντζουρία — (Manchuria / Dongbei). Ιστορική και γεωγραφική περιοχή (786.400 τ. χλμ., περ. 106.550.000 κάτ. το 2000) της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας, της οποίας και αποτελεί το βορειοανατολικό τμήμα. Σήμερα, είναι επίσης γνωστή με την ονομασία Ντονγκμπέι,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”